κινναμολόγος

κινναμολόγος
κινναμολόγος, ὁ (Α)
1. αυτός που μαζεύει κιννάμωμο*
2. το μυθικό ινδικό πτηνό κιννάμωμο*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίνναμον + λόγος (< λόγος < λέγω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”